θραυσματοδόχη

θραυσματοδόχη
ή
πρόχωμα ή προπέτασμα για προφύλαξη από θραύσματα οβίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θραύσμα, -τος + -δόχη (< -δόχος < δέχομαι), πρβλ. κομβιο-δόχη, τεφρο-δόχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλεξιβόλιο — το προφύλαγμα από τα βλήματα, αλλιώς θραυσματοδόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικό: όρος πλάστηκε < αλεξι * + βόλιο < βολή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”